- Γονική Κατηγορία: ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
- Κατηγορία: ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΜΑΣ
Λεξιλογικά: Λαδώνω, καλιάζω, καμώσου, διγ(χ)αλίζω
Λαδώνω= αλείφω με λάδι, βαφτίζω, προκαλώ λεκέ, δωροδοκώ (δηλ. λαδώνω κρατικούς λειτουργούς, για να γίνουν γρήγορα οι δουλειές μου κ.λπ.). Αυτή η τελευταία σημασία του ρήματος θα μας απασχολήσει. Όπως μας πληροφορεί ο Γενάδιος στην Κύπρο καλλιεργούσαν από την αρχαιότητα σύκα τα οποία ήσαν μέτριας ποιότητας, επειδή εκβιαζόταν η ωρίμανσή τους «δια της επιχρίσεως δι’ ελαίου των ολύνθων». Όλυνθοι ονομάζονταν τα άγουρα σύκα (λύθια).
Περισσότερα: Λεξιλογικά: Λαδώνω, καλιάζω, καμώσου, διγ(χ)αλίζω